Μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, τίθενται, πέραν των άλλων θεμάτων, και ζητήματα διατροφής του ανήλικου τέκνου, δεδομένου ότι το ανήλικο δεν διαθέτει περιουσία ή εισοδήματα.
Το ανήλικο δικαιούται διατροφής, η οποία προσδιορίζεται στο προσήκον μέτρο και είναι ανάλογη με τις εξατομικευμένες ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του, λαμβανομένων σοβαρά υπόψιν και των αναγκών της εκπαίδευσής του. Η διατροφή περιλαμβάνει όλες εκείνες τις δαπάνες σχετικές με τη σίτιση, τη στέγαση (συμπεριλαμβανομένων των λειτουργικών δαπανών του σπιτιού), τις εκπαιδευτικές ανάγκες, την ένδυση, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τη ψυχαγωγία και τη συμμετοχή στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Οι συνθήκες ζωής, δηλαδή οι όροι διαβιώσεως, είναι καθοριστικό στοιχείο για τον καθορισμό του ύψους της διατροφής, χωρίς βέβαια να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις. Η συνεισφορά του γονέα, που είναι επιφορτισμένος με την ανατροφή και την επίβλεψη του ανήλικου τέκνου (συνήθως της μητέρας), συνυπολογίζεται στο ποσό που υποχρεούται να καταβάλει λόγω διατροφής του ανηλίκου.
Εξυπακούεται ότι η υποχρέωση προς διατροφή του ανήλικου βαρύνει τους γονείς του ανήλικου, ως εκ της ιδιότητας τους. Υπό αυτή την έννοια θεωρείται ως αυτόνομη υποχρέωση και δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την απρόσκοπτη άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας ή μη.
Ενδεχόμενη συμφωνία για αποκλεισμό της υποχρέωσης διατροφής, λόγω ανάληψης κάλυψης λοιπών οικονομικών υποχρεώσεων, όπως πχ δανειακών υποχρεώσεων, είναι άκυρη. Ισχυρή είναι μόνο η συμφωνία για παραίτηση από τις δόσεις της διατροφής για το παρελθόν διάστημα.
Ως οικονομική δύναμη, με την οποία εκπληρώνεται η υποχρέωση συνεισφοράς των γονέων στη διατροφή του κοινού τους τέκνου, νοείται το εισόδημα από κάθε βιοποριστική πηγή, όπως από την εργασία ή από την εκμίσθωση πραγμάτων ή προσωπική εργασία και η περιουσία τους, ήτοι το σύνολο των αποτιμητών σε χρήμα εννόμων σχέσεων και καταστάσεων. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί η περιουσία να είναι απρόσοδη, αλλά ο νομοθέτης προβλέπει δυνατότητα ρευστοποίησης της (πχ μέσω πώλησης, εκμίσθωσης κλπ).
Ο υπολογισμός του ποσοστού συμμετοχής του κάθε γονέα στη διατροφή του ανήλικου είναι δυνατόν να υπολογισθεί με τον εξής τρόπο: Διαιρείται το ποσό της μηνιαίας οικονομικής δύναμης του κάθε γονέα (πολλαπλασιασμένου επί του 100) με το σύνολο των χρημάτων που κερδίζουν και οι δύο μαζί. Για παράδειγμα, εάν ο ένας γονέας έχει μηνιαίες αποδοχές 1000,00 ευρώ και ο άλλος γονέας έχει απολαβές 500,00 ευρώ, τότε διαιρούμε το ποσό των 100.000 (1.000 Χ 100) διά του ποσού των 1.500,00 ευρώ (που είναι το συνολικό ποσό των αποδοχών και των δύο γονέων. Το αποτέλεσμα της διαίρεσης είναι 66, κάτι που σημαίνει ότι ο γονέας που λαμβάνει 1.000,00 ευρώ μηνιαίως πρέπει να συμμετέχει στις ανάγκες του ανήλικου, σε ποσοστό 66%.
Οι οικονομικές δυνατότητες των γονέων του ανηλίκου προς συνεισφορά στη διατροφή του, συναρτώνται και προς τη δυνατότητά τους να αποκτήσουν εισόδημα από εργασία ανάλογη προς τα προσόντα και τις δυνατότητες τους, την οποία εργασία, κατά τις αρχές της καλής πίστης, οφείλουν να αναζητήσουν και, ανάλογα και με τη κατάσταση της αγοράς εργασίας, μπορούν να βρουν, για να απασχοληθούν επικερδώς. Εφόσον λοιπόν ο γονέας, αν και μπορούσε να βρει ανάλογη εργασία, παραλείπει να πράξει τούτο, κατά τρόπο αντίθετο προς την καλή πίστη, θα τύχει, κατά τον προσδιορισμό της συμμετοχής του στη διατροφή του ανηλίκου, της μεταχείρισης, σαν να είχε πραγματικά το εισόδημα από την εργασία αυτή (βλ τις υπ΄ αρ. 155/2004 και, 263/2002 του Εφετείου Πειραιώς σημ. Μ. Μαργαρίτη σε Δ/νη 36. 1558). Δηλαδή, το γεγονός της ανεργίας ή της απουσίας εισοδημάτων, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει σε αυτόματη απαλλαγή από την υποχρέωσή του γονέα να καταβάλλει διατροφή στο ανήλικο τέκνο του, ακόμη και υπό τις σημερινές συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας.
Κατά το μέρος που ο ένας γονέας δεν μπορεί να συμβάλει στη διατροφή του τέκνου, ενέχεται ο άλλος, ο οποίος, ενόψει των ανωτέρω, δεν αποκλείεται να οφείλει το σύνολο της απαιτούμενης για το τέκνο διατροφής, εάν ο άλλος δεν υπάρχει ή δεν έχει καθόλου δυνατότητα να συμβάλει στη διατροφή του τέκνου ή η δικαστική επιδίωξη εναντίον του είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής.
Ο υπόχρεος γονέας προς καταβολή διατροφής του ανήλικου τέκνου δεν είναι δυνατόν να προβάλει στο δικαστήριο τον ισχυρισμό ότι εάν καταβάλει την αιτηθείσα διατροφή μπορεί να διακινδυνέψει η δική του διατροφή, διότι ο γονέας έχει υποχρέωση εκ του νόμου να διατρέφει το ανήλικο τέκνο του, ακόμη και όταν κινδυνεύει και η δική του διατροφή.
Σε περίπτωση που οι δυνάμεις και του ενός έστω γονέα δεν επαρκούν για τη διατροφή του τέκνου, ανακύπτει η υποχρέωση καταβολής της διατροφής του ανηλίκου εκ μέρους των επόμενων ανιόντων, δηλαδή των παππούδων και των γιαγιάδων, οι οποίοι ενέχονται κατά ίσα μέρη για διατροφή του εγγονού τους, στην έκταση που αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί από τις δυνάμεις έστω και του ενός εκ των γονέων του. Η διάταξη αυτή (άρθρο 1490 ΑΚ) εφαρμόζεται όχι μόνο όταν, όσοι ανήκουν στον προηγούμενο βαθμό και είναι υπόχρεοι δεν έχουν οικονομική δυνατότητα να παράσχουν διατροφή στο σύνολο ή μερικώς, αλλά και όταν αποδεικνύεται ότι και εκ της αυτής γραμμής μόνον ο ένας ή μερικοί έχουν οικονομική δυνατότητα, ο δε άλλος ή ενδεχόμενα οι περισσότεροι είναι άποροι ή βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία να καταβάλουν διατροφή. Έτσι, καθιερώνεται η ευθύνη για διατροφή υπό μορφή διαδοχική και όχι παράλληλη ή σύγχρονη, είναι όμως παραδεκτή η επικουρική αναγωγή των κατά δεύτερο λόγο ευθυνόμενων προσώπων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 219 του Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 282/2012 Νόμος).
Φυσικά, υπάρχει δυνατότητα, μελλοντικά, κάποιος εκ των γονέων να ζητήσει την τροποποίηση του καταβαλλόμενου ποσού διατροφής, που έχει ορισθεί, δυνάμει δικαστικής απόφασης, εφόσον υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι οι ανάγκες του τέκνου έχουν αλλάξει (αφού όσο μεγαλώνουν τα παιδιά είναι λογικό ότι θα αυξάνονται και οι ανάγκες τους) ή ακόμα ότι έχει επέλθει, μεταγενέστερα του Δικαστηρίου, μεταβολή στην εισοδηματική ικανότητα του γονέα.
Σημειωτέον ότι στην περίπτωση παιδιού, που γεννήθηκε εκτός γάμου, δεν υπάρχει υποχρέωση διατροφής από τον βιολογικό του πατέρα, εκτός εάν προηγηθεί αναγνώρισή του, είτε εκούσια, δηλαδή, οικειοθελώς, από τον ίδιο τον πατέρα, είτε δικαστικά, με διαδικασία που κινεί, συνήθως, η μητέρα.