ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΛΟΓΩ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΜΕΡΩΝ

Με το προκείμενο ζήτημα ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, και ο Άρειος Πάγος, ο οποίος εξέδωσε την υπ΄αριθμό 163/2020 απόφαση του.

Σύμφωνα με το ιστορικό της εν λόγω υπόθεσης, οι ενάγουσες μοιράζονται το ίδιο ακίνητο με τους εναγόμενους συγγενείς τους, οι οποίοι κατοικούν στο εμπρόσθιο τμήμα του. Λόγω του διαχωρισμού του ακινήτου, οι ενάγουσες χρησιμοποιούν κοινή δίοδο, διερχόμενη στα όρια του μαντρότοιχου της ιδιοκτησίας των αντιδίκων τους, προκειμένου να μεταβούν στην κατοικία τους.

Όταν οι ενάγουσες διαπίστωσαν ότι οι αντίδικοι είχαν εγκαταστήσει πέντε (5) κάμερες, οι οποίες λάμβαναν εικόνα τόσο από τη δημοτική οδό, όσο και από την ιδιωτική δίοδο, άσκησαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και εξεδόθη σχετική απόφαση, η οποία διέταξε τη διακοπή λειτουργίας των καμερών.

Εντούτοις, κατά το επόμενο διάστημα οι ενάγουσες διαπίστωσαν ότι, παρά τη δικαστική απόφαση, οι εναγόμενοι  τοποθέτησαν επτά (7) κάμερες. Ενόψει αυτών, οι θιγόμενες αποφάσισαν να ασκήσουν αγωγές, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δικαίωσε τις ενάγουσες, μόνον, όμως, ως προς την υποχρέωση αφαίρεσης των καμερών, ενώ «απέρριψε δε ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν τις αγωγές κατά το αίτημά τους για επιδίκαση σε έκαστο των αναιρεσιβλήτων χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την πράξη των αντιδίκων τους».

Ωστόσο το Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, έκρινε τα εξής: 

«Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι από τις προαναφερόμενες ενέργειες των εναγομένων, οι οποίες εκτός από παράνομες, ήσαν και υπαίτιες, διότι προέβησαν σ’ αυτές χωρίς να ζητήσουν την συναίνεση των εναγουσών και γνωρίζοντας ότι δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του νόμου για την εγκατάσταση των επίμαχων βιντεοκαμερών και ότι συνεπώς έτσι υπεισέρχονται στα προσωπικά δεδομένα των εναγουσών και προσβάλλουν την προσωπικότητά τους, οι τελευταίες υπέστησαν ηθική βλάβη, διότι η τοποθέτηση των εν λόγω καμερών έθεσε αυτές υπό έλεγχο και αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας τους, ως εκδήλωσης της ακωλύτου αναπτύξεως της προσωπικότητας τους και τους παρεμπόδισε στην ελεύθερη ανάπτυξη της κοινωνικής δραστηριότητας τους, αφού και μόνο η αίσθησή τους ότι βρίσκονται υπό παρακολούθηση ήταν ικανή να επηρεάσει την συμπεριφορά τους. Είναι δε άνευ σημασίας το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η δημιουργία και επεξεργασία εκ μέρους των εναγομένων αρχείου εικόνων και ήχου των εναγουσών κατά τις διατάξεις των άρθρων 4,5 και 7 του Ν. 2472/1997, αφού η θέση και μόνο και η εμβέλεια του επιδίκου συστήματος, που επέτρεπε την λήψη εικόνων των εναγουσών που συνιστά επίσης μη νόμιμη επεξεργασία, ήταν αρκετή για να δημιουργήσει σ’ αυτές την παραπάνω αίσθηση και επηρεασμό της συμπεριφοράς τους».

Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, κατά το μέρος, με το οποίο είχαν απορριφθεί, ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν, οι αγωγικές αξιώσεις των εναγουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων, για επιδίκαση σε αυτές χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω της ηθικής βλάβης, και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, εις ολόκληρον έκαστος, σε κάθε ενάγουσα το ποσό των 5.900 ευρώ, για κάθε αγωγή.

Κατόπιν αυτών, οι εναγόμενοι αιτήθηκαν την αναίρεση της απόφασης αυτής, ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ωστόσο, οι δύο λόγοι αναίρεσης που προέβαλαν, απορρίφθηκαν, καθώς ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι ήταν πράγματι ορθή η απόφαση που εξέδωσε το Εφετείο. Απλώς, ο Άρειος Πάγος αναδιατύπωσε την αιτιολογία της εφετειακής απόφασης, καταλήγοντας ότι οι ηττημένοι διάδικοι υποχρεούνται να καλύψουν, περαιτέρω, ΚΑΙ τα δικαστικά έξοδα, ποσού 2.700,00 ευρώ.