ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

Ζητήματα εγκυρότητας μίας διαθήκης δημιουργούνται, όταν δεν έχουν τηρηθεί οι νόμιμες διατυπώσεις, όταν αμφισβητείται η γνησιότητα του γραφικού χαρακτήρα και της υπογραφής του διαθέτη ή όταν ο διαθέτης ήταν ανίκανος για τη σύνταξη (πχ δεν ήταν εγγράματος, βρισκόταν υπό πλήρη δικαστική συμπαράσταση, έπασχε από ψυχική ή διανοητική διαταραχή ή ήταν ανήλικος).

Η δήλωση για την αποδοχή της κληρονομίας είναι άκυρη, σε περίπτωση που έγινε:

από ανίκανο για δικαιοπραξία, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις,

από πλάνη για τον λόγο της επαγωγής

πριν από την επαγωγή

με αίρεση ή προθεσμία ή μερικώς

λόγω πλάνης, απάτης, απειλής, αλλά και λόγω εικονικότητας.

Στην περίπτωση, όμως, πλαστότητας της διαθήκης, τότε η ίδια πλαστή διαθήκη θεωρείται ως μηδέποτε συνταχθείσα κατ’ άρθρο 180 ΑΚ και επομένως η αποδοχή της κληρονομίας δεν επέφερε τα έννομα αποτελέσματά της. Ενόψει αυτών, η εκ διαθήκης διαδοχή και επαγωγή ανατρέπονται αναδρομικά και επέρχεται η εκ του νόμου εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή (1710 ΑΚ). Στους δε εξ αδιαθέτου κληρονόμους του διαθέτη επάγεται αναδρομικά η κληρονομία από τον χρόνο του θανάτου του διαθέτη.

Σε περίπτωση που κάποιος αποδέχθηκε την κληρονομιά, δυνάμει άκυρης διαθήκης και εν συνεχεία μεταβίβασε το κληρονομιαίο ακίνητο σε τρίτο, τότε ο θιγόμενος εξ αδιαθέτου κληρονόμος νομιμοποιείται να ασκήσει την περί κλήρου αγωγή και να ζητήσει δικαστικά την αναγνώριση της ακυρότητας της αποδοχής κληρονομίας και της μεταβίβασης του ακινήτου, κατά το μέρος που προσβάλλεται το δικό του εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο.

Την ακυρότητα της διαθήκης μπορεί να προτείνει όποιος έχει έννομο συμφέρον, διά της αναγνωριστικής αγωγής, ακόμα και ο δανειστής του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, μέσω πλαγιαστικής αγωγής του άρθρου 72 Κ.Πολ.Δ. Δηλαδή το δικαίωμα της προσβολής δεν περιορίζεται στον κληρονόμο, διότι η αγωγή δεν είναι προσωποπαγής (όπως πχ είναι η αγωγή του άρθρου 1787 ΑΚ για ακύρωση ακυρώσιμης διαθήκης, δηλαδή για λόγους απειλής, δόλου, πλάνης, απειλής – υπ΄αρ. 1591/97 απόφαση Αρείου Πάγου).

Σημειωτέον ότι η διαθήκη μπορεί να προσβληθεί και να ακυρωθεί μερικώς, όταν αυτή προσβάλλει την νόμιμη μοίρα των εκ του νόμου κληρονόμων. Δικαίωμα νόμιμης μοίρας έχουν τα τέκνα, οι γονείς και ο/η σύζυγος του αποβιώσαντος, με συνέπεια κάθε περιορισμός τους από την διαθήκη να λογίζεται σαν να μην έχει γραφεί, σύμφωνα και με το άρθρο 1829 ΑΚ.

Σε περίπτωση ακύρωσης ακυρώσιμης διαθήκης ή διάταξης για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται στα άρθρα 1782 – 1786 του Α.Κ., ήτοι λόγω:

α. πλάνης του διαθέτη ως προς τα πράγματα ή ως προς το δίκαιο (πλάνη για το εάν ζει κάποιος ή πλάνη περί του ποιοί είναι οι μεριδιούχοι ή η νόμιμη μοίρα),

β. απάτης, χωρίς να περιλαμβάνονται υποκριτικές εκδηλώσεις συναισθημάτων προς τον διαθέτη,

γ. απειλής, δηλαδή ψυχολογικής βίας που προκαλεί φόβο και εκθέτει τον απειλούμενο σε άμεσο και σπουδαίο κίνδυνο,

δ. παράλειψης μεριδιούχου,

ε. άκυρου γάμου του διαθέτη ή γάμου ο οποίος λύθηκε όσο αυτός ζούσε ή σε περίπτωση άσκησης αγωγής διαζυγίου για βάσιμο λόγο,

τότε η προθεσμία για προσβολής της διαθήκης είναι δύο (2) έτη από τη δημοσίευση της διαθήκης.

Στις παραπάνω περιπτώσεις ακυρώσιμης διαθήκης, με την οποία καταλείπεται περιουσιακό στοιχείο υπέρ του Δημοσίου, η προθεσμία προσβολής διαθήκης είναι πενταετής. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις το δικαίωμα προσβολής διαθήκης δεν παραγράφεται.