ΟΤΑΝ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΑΝΗΛΙΚΟ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΓΟΝΕΑ

Συναντάται, αρκετές φορές, το ίδιο το ανήλικο να δυσανασχετεί και να μην δέχεται να επικοινωνήσει με το γονέα του, αν και ο γονέας που διαμένει με το ανήλικο δεν παρεμποδίζει την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας. Αυτές οι υποθέσεις, στην πλειονότητα τους, εισάγονται στα Δικαστήρια, με τον ισχυρισμό ότι «δεν με αφήνει να δω το παιδί μου», κάτι που μπορεί, όμως, να μην αντανακλά την απόλυτη πραγματικότητα.

Πολλοί λόγοι είναι αυτοί που αιτιολογούν την άρνηση της επικοινωνίας. Πέραν από την πιθανότητα, ο διαμένων με το ανήλικο γονέας να στρέφει το παιδί εναντίον του άλλου γονέα, ή ακόμα και να το ελέγχει ψυχολογικά σε τέτοιο βαθμό, ώστε το παιδί να αισθάνεται ακόμα και ανασφάλεια μακριά από το σπίτι του, εντούτοις υπάρχουν και περιπτώσεις που ο διαμένων με το παιδί γονέας δεν φέρει, τελικά, ευθύνη για την προβληματική αυτή επικοινωνία.

Όταν ένα παιδί δεν έχει μέχρι εκείνη τη στιγμή «χτίσει» μία δυνατή σχέση με τον γονέα (με τον οποίο δεν συγκατοικεί), που να στηρίζεται στην αμοιβαία τρυφερότητα, την εμπιστοσύνη, την κατανόηση, τότε είναι δύσκολο ο γονέας να αξιώσει μία, άνευ εμποδίων, επικοινωνία με το ανήλικο. Είναι δύσκολο να επιδιώξει ομαλότητα, όταν έχει παγιωθεί μία κατάσταση, στην οποία το παιδί, επί μακρό διάστημα, δεν αισθανόταν ότι αντιμετωπίζεται ως προτεραιότητα. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν είναι συνετό να κατηγορείται ο διαμένων με το ανήλικο γονέας.

Σε περίπτωση που μία τέτοια υπόθεση εισαχθεί στο Δικαστήριο, χωρίς να υπάρχει προγενέστερη δικαστική απόφαση, ώστε να μπορεί να εγερθεί ισχυρισμός για παραβίαση της, τότε πρέπει να εξετασθεί η ωριμότητα του ανηλίκου, αφού σύμφωνα με το άρθρο 1511 παρ. 3 ΑΚ ορίζει ότι «Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντά του». Κεντρικό ρόλο κατέχει, εν προκειμένω,  η ωριμότητα του ανήλικου, η οποία υπάρχει όταν το παιδί είναι σε θέση να επεξεργαστεί λογικά τα δεδομένα της υπόθεσης και να διαμορφώσει άποψη, την οποία θα κληθεί να καταθέσει, αλλά και όταν μπορεί να συμμετάσχει σε μια λογική συζήτηση εκφράζοντας, κατά τρόπο σαφή τη σκέψη του και μεταφέροντας στο δικαστή στοιχεία που αφορούν τη σχέση του με τους γονείς, τα συναισθήματα και τις ανησυχίες του.

Η ωριμότητα του παιδιού κρίνεται από το δικαστήριο κατά περίπτωση, διότι ενδεχομένως αυτή να υπάρχει για ορισμένα μόνο ζητήματα, αλλά όχι για άλλα, τα οποία, ωστόσο, θα επιδράσουν δραστικά στην υπόλοιπη ζωή του και δεν είναι σε θέση να τα εκτιμήσει, ακόμα. Η ηλικία από μόνη της δεν είναι ενδεικτική της ωριμότητας.

Ο δικαστής, που σχετικά με το ζήτημα αυτό είναι ανέλεγκτος στην κρίση του, οφείλει να είναι πολύ προσεκτικός, ώστε να διαγνώσει εάν τα αρνητικά συναισθήματα του ανηλίκου είναι αποτελέσματα επιρροής του άλλου γονέα, που ενίοτε φτάνουν μέχρι και σε σημείο «υπαγόρευσης». (Σειρά μελετών αστικού δικαίου, Το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο, 2010).

Στις περιπτώσεις βέβαια, που, ενώ υπάρχει σχετική δικαστική απόφαση που προσδιορίζει την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας, εν τέλει το ανήλικο προβάλει άρνηση για την άσκηση της, τότε γίνεται δεκτό ότι το συμφέρον του τέκνου, το οποίο πρέπει σε κάθε περίπτωση να επιδικώκεται, δεν μπορεί να διασφαλισθεί διά του πειθαναγκασμού, ως προς την επικοινωνία. Προς την κατεύθυνση της επιβολής της επικοινωνίας δεν μπορεί να ευθυγραμμισθεί ούτε το Δικαστήριο, ούτε ο γονέας που διαμένει με το ανήλικο  (ΑΠ 429/2002 ΕλλΔνη 2002, 1622, ΑΠ 499/1994 ΕλλΔνη 1995, 141 και ΝοΒ 1995, 555).

Είναι αυτονόητο ότι η καταναγκαστική επικοινωνία πρέπει να αποφεύγεται, διότι μπορεί να καταστεί μέχρι και επικίνδυνη για το παιδί. Η διάγνωση περί της ύπαρξης πραγματικών λόγων άρνησης από πλευράς του παιδιού εντάσσεται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, στο οποίο ο θιγόμενος γονέας μπορεί να προσφύγει, ώστε να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη δικαστική απόφαση, περί επικοινωνίας.